κοιτις
Смотреть что такое "κοιτις" в других словарях:
κοιτίς — κοιτίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κοιτίδα … Dictionary of Greek
κοιτίς — box fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτίδα — κοιτίς box fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτίδας — κοιτίς box fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτίδες — κοιτίς box fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτίδι — κοιτίς box fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτίδος — κοιτίς box fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτίσι — κοιτίς box fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτίδιον — κοιτίδιον, τὸ (Α) [κοιτίς] υποκορ. τού κοιτίς* … Dictionary of Greek
κοιτίδα — η (Α κοιτίς, ίδος) [κοίτη νεοελλ.] 1. λίκνο, κούνια, κρεβατάκι 2. μτφ. ο τόπος γέννησης, η πατρίδα 3. μτφ. ο τόπος όπου για πρώτη φορά καλλιεργήθηκε κάτι, η γενέτειρα («η κοιτίδα τού πολιτισμού») αρχ. 1. μικρό κιβώτιο, κουτάκι, θήκη 2. καλάθι,… … Dictionary of Greek
k̂ei-1 — k̂ei 1 English meaning: to lie down Deutsche Übersetzung: “liegen; Lager, Heimstätte, traut, lieb (von derselben Siedlung)” Material: O.Ind. sētē (older sáyē), 3. pl. sērē, Av. saēte (: Gk. κεῖται) “lies”, 3. pl. sōire, O.Ind.… … Proto-Indo-European etymological dictionary