κοιτις

κοιτις
    κοιτίς
    -ίδος (ῐδ) ἥ [demin. к κοίτη См. κοιτη] Plut., Luc., Anth. = κοίτη См. κοιτη 5

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κοιτις" в других словарях:

  • κοιτίς — κοιτίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κοιτίδα …   Dictionary of Greek

  • κοιτίς — box fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτίδα — κοιτίς box fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτίδας — κοιτίς box fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτίδες — κοιτίς box fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτίδι — κοιτίς box fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτίδος — κοιτίς box fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτίσι — κοιτίς box fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτίδιον — κοιτίδιον, τὸ (Α) [κοιτίς] υποκορ. τού κοιτίς* …   Dictionary of Greek

  • κοιτίδα — η (Α κοιτίς, ίδος) [κοίτη νεοελλ.] 1. λίκνο, κούνια, κρεβατάκι 2. μτφ. ο τόπος γέννησης, η πατρίδα 3. μτφ. ο τόπος όπου για πρώτη φορά καλλιεργήθηκε κάτι, η γενέτειρα («η κοιτίδα τού πολιτισμού») αρχ. 1. μικρό κιβώτιο, κουτάκι, θήκη 2. καλάθι,… …   Dictionary of Greek

  • k̂ei-1 —     k̂ei 1     English meaning: to lie down     Deutsche Übersetzung: “liegen; Lager, Heimstätte, traut, lieb (von derselben Siedlung)”     Material: O.Ind. sētē (older sáyē), 3. pl. sērē, Av. saēte (: Gk. κεῖται) “lies”, 3. pl. sōire, O.Ind.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»